ανήστευτος

ανήστευτος
ανήστευτος , -η, -ο
1) не постящийся, не соблюдающий установленного церковью поста:

δεν μπορείς να κοινωνήσεις ανήστευτος — не можешь причаститься, не соблюдая поста;

2) скоромный день, непостный:

όλες οι ημέρες της διακαινησίμου εβδομάδος είναι ανήστευτες — все дни на светлой седмице – скоромные


Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ανήστευτος" в других словарях:

  • ανήστευτος — η, ο αυτός που δε νήστεψε ή δε νηστεύει: Πήγε και κοινώνησε ανήστευτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανήστευτος — η, ο 1. αυτός που δεν τηρεί τις νηστείες που ορίζει η Εκκλησία 2. αυτός που δεν τήρησε νηστεία, δεν νήστεψε 3. (για ημέρες) η ημέρα για την οποία από την Εκκλησία δεν ορίζεται νηστεία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»